- ὄλεθρος
- ὄλεθρος1 doom
τὸν δὲ τετράκναμον ἔπραξε δεσμὸν ἑὸν ὄλεθρον ὅγ P. 2.41
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
τὸν δὲ τετράκναμον ἔπραξε δεσμὸν ἑὸν ὄλεθρον ὅγ P. 2.41
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ὄλεθρος — ruin masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όλεθρος — ο (ΑΜ ὄλεθρος) 1. παντελής καταστροφή, φθορά, αφανισμός 2. θάνατος («κτεῑναί μ οἰκτίστῳ ὀλέθρῳ», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. καθετί που επιφέρει μεγάλη καταστροφή 2. (περιφρονητικά ιδίως για πρόσ.) φθοροποιός, καταστροφέας, λυμεώνας («ὀλέθρου Μακεδόνος» για … Dictionary of Greek
όλεθρος — ο καταστροφή, αφανισμός, φθορά, θάνατος, διαφθορά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀλέθρω — ὄλεθρος ruin masc nom/voc/acc dual ὄλεθρος ruin masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλέθροις — ὄλεθρος ruin masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλέθρου — ὄλεθρος ruin masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλέθρους — ὄλεθρος ruin masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλέθρων — ὄλεθρος ruin masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλέθρως — ὄλεθρος ruin masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλέθρῳ — ὄλεθρος ruin masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄλεθρε — ὄλεθρος ruin masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)